- καισαροβασιλιάς
- ο1. ο αυτοκράτορας και βασιλιάς2. τίτλος τών πρώην αυτοκρατόρων τής Αυστρίας ως βασιλέων και τής Ουγγαρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < καίσαρ + βασιλιάς. Η λ. στον τ. καισαροβασιλεύς μαρτυρείται από το 1895 στην Εφημερίδα τών συζητήσεων].
Dictionary of Greek. 2013.